-
1 μοναξιά
[монаксья] ουσ. Θ. одиночество.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοναξιά
-
2 одиночество
-
3 уединение
уедин||ениес ἡ μόνωση [-ις], ἡ ἐρημιά, ἡ μοναξιά, ἡ ἀπομόνωση [-ις]:люби́ть \уединение ἀγαπώ τήν μοναξιά· жить в \уединениеении ζῶ ἀπομονωμένος. -
4 тяготить
-гощу, -готишьρ.δ.1. βαρύνω, -αίνω•снег -ит кровлю το χιόνι βαραίνει τη στέγη.
|| εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βολικός.2. μτφ. καταπονώ, ενοχλώ•его -ят заботы τον βαρύνουν οι φροντίδες•
одиночество -ло её η μοναξιά την βάρυνε.
|| βασανίζω, τυραννώ• κατατρύχω, τρώγω•его -ит преступление τον κατατρύχει το έγκλημα.
με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει•тяготить одиночеством με τρώει η μοναξιά•
тяготить службой βαριέμαι την υπηρεσία.
-
5 уединение
-я ουδ.1. απομόνωση, απομάκρυνση, αποτράβηγμα, απόσυρση• ξέκομμα, ξεμονάχιασμα.2. ερημιά• μοναξιά• ερημότοπος•уединение жить в -ии ζω στη μοναξιά.
-
6 одиночество
одино́||чествос ἡ μοναξιά, ἡ μόνωση[-ις]. -
7 тяготиться
тягот||и́ться(чем-л.), στενοχωριέμαι, ὑποφέρω ἀπό, μέ ἐνοχλεί:\тяготитьсяи́ться одиночеством ὑποφέρω ἀπό τήν μοναξιά· я начинаю \тяготитьсяи́ться прису́т-ствием этого человека ἀρχίζει νά μ· ἐνοχλεί ἡ παρουσία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπου. -
8 уединенность
уедин||енностьж ἡ ἀπομόνωση, ἡ ἐρημιά, ἡ μοναξιά. -
9 одиночество
[ανπνότσιστβα] ουσ. ο. μοναξιά -
10 одиночество
[ανπνότσιστβα] ουσ ο μοναξιά -
11 избегать
избегать 1ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•-ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.
1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.избегать 2ρ.δ.1. αποφεύγγώ•он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•
они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•
избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω•избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•
опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.
-
12 изолированность
-и θ.μόνωση, χωρισμός, μοναξιά. || μόνωση, απομόνωση καλωδίου. -
13 одиночество
-а ουδ.απομόνωση, μοναξιά• ακοινωνησία•е охватило чувство -а την κυρίευσε αίσθημα μοναξιάς.
-
14 сиротливость
-и θ.ορφάνια, μοναξιά, μοναχική ζωή, μονήρης βίος. -
15 сиротство
-а ουδ.1. ορφάνια.2. μτφ. έλλειψη προστασίας• μοναξιά. -
16 уединённость
-и θ.απομόνωση, μοναξιά• ερημιά.
См. также в других словарях:
μοναξία — μοναξίᾱ , μοναξία solitariness fem nom/voc/acc dual μοναξίᾱ , μοναξία solitariness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… … Dictionary of Greek
μοναξιά — η 1. το να ζει κανείς μόνος του, η απομόνωση: Μετά το διαζύγιο ξαναπαντρεύτηκε γιατί δεν άντεχε τη μοναξιά. 2. απομονωμένο μέρος, όπου δεν υπάρχει επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, η ερημιά: Έχτισε ένα σπίτι στη μοναξιά του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Kostis Palamas — Die Dichter (1919) von Georgios Roilos. Abgebildet sind verschiedene Dichter der Generation von 1880; in der Mitte Kostis Palamas. Kostís Palamás (gr. Κωστής Παλαμάς; * 13. Januar 1859 in Patras; † 27. Februar 1943 in Athen) war ein ne … Deutsch Wikipedia
μοναξιασμένος — η, ο αυτός που ζει στη μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναξιά + κατάλ. σμένος μέσω ενός αμάρτυρου, ρ. *μοναξιάζω] … Dictionary of Greek
μοναξιότης — μοναξιότης, ἡ (Μ) μοναξιά, απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναξός + κατάλ. ότης με επίδραση τού μοναξία] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… … Dictionary of Greek